ευαγγέλιο

ευαγγέλιο
Στη χριστιανική Εκκλησία ο όρος χαρακτηρίζει τα τέσσερα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, έγραψαν ο Ματθαίος, ο Μάρκος, ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, τα Ε. διηγούνται τα γεγονότα της γέννησης, της ζωής και του θανάτου του Ιησού, εκθέτουν το περιεχόμενο του κηρύγματός του και τα κυριότερα δογματικά και ηθικά σημεία της νέας θρησκείας. Τα Ε., παρά το κοινό περιεχόμενό τους, έχουν μεταξύ τους μερικές χαρακτηριστικές διαφορές που οφείλονται είτε στην προσωπικότητα του συγγραφέα και στον βαθμό της μόρφωσής του, είτε στο γεγονός ότι προορίζονταν για χριστιανικές κοινότητες με διαφορετική σύνθεση. Ο Ματθαίος, για παράδειγμα, ο οποίος έγραψε για τους «εξ Ιουδαίων χριστιανούς», τονίζει ιδιαίτερα την έννοια της Βασιλείας του Θεού, που θα εγκατασταθεί γρήγορα στη Γη. Ο Μάρκος περιγράφει τις τελευταίες στιγμές της ζωής του Ιησού, τα πάθη και τον θάνατό του, σε αντίθεση προς τον Λουκά, ο οποίος αναφέρεται με λεπτομέρειες στη γέννηση και στην παιδική ηλικία του. Ο Ιωάννης, αντίθετα, ανεβάζει τη διήγηση στο επίπεδο του καθαρού θεολογικού και φιλοσοφικού στοχασμού, πράγμα που τον διακρίνει ουσιαστικά από τους άλλους τρεις Ευαγγελιστές. Στις διηγήσεις των τριών πρώτων Ε. εμφανίζονται πολλά κοινά στοιχεία, μάλιστα μερικοί λόγοι του Χριστού υπάρχουν σχεδόν κατά λέξη και στα τρία. Γι’ αυτό τον λόγο ονομάζονται συνοπτικάΕ. και οι συγγραφείς τους συνοπτικοί, μια και αν τοποθετηθούν τα τρία κείμενα σε παράλληλες στήλες μπορούμε με ένα βλέμμα να έχουμε ολόκληρη την ευαγγελική διήγηση για τα ίδια γεγονότα. Το φαινόμενο αυτό έθεσε το πρόβλημα της πιθανής ύπαρξης κοινών πηγών από τις οποίες αντλήσαν και οι τρεις Ευαγγελιστές, όπως και το δύσκολο πρόβλημα της εξάρτησης του ενός από τον άλλο. Η υπόθεση για την ύπαρξη ενός πρωταρχικού Ε. πρωτευαγγελίου, από το οποίο άντλησαν όλοι πληροφορίες, σήμερα απορρίπτεται. ‘Ετσι συζητήθηκαν άλλες λύσεις, όπως για παράδειγμα η ύπαρξη πολλών γραπτών διηγήσεων ή μιας προφορικής παράδοσης από τις οποίες προήλθαν οι τρεις ευαγγελικές διηγήσεις. Πιθανότερη φαίνεται η λεγόμενη θεωρία των δύο πηγών. Κατά την άποψη αυτή, το Ε. του Μάρκου είναι το παλαιότερο και με βάση αυτό γράφτηκαν τα Ε. του Ματθαίου και του Λουκά, τα οποία όμως έκαναν χρήση και μιας άλλης πηγής (γνωστής ως Q). Η πηγή αυτή περιείχε τα λόγια του Ιησού, τα οποία ίσως ο Ματθαίος μετέφρασε στην ελληνική από την αραμαϊκή. Από χρονολογική άποψη μια πρόσφατη υπόθεση θεωρεί ως παλαιότερο το Ε. του Μάρκου, το οποίο θα πρέπει να γράφτηκε στη Ρώμη γύρω στο 60 μ.Χ. Ακολούθησαν ύστερα τα Ε. του Λουκά (γύρω στο 63 μ.Χ.), του Ματθαίου (μετά το 70 μ.Χ.) και του Ιωάννη (γράφτηκε στην Έφεσο γύρω στο 90-100 μ.Χ.)· οι συγκεκριμένες χρονολογίες όμως δεν είναι ασφαλείς. Εκτός από τα κανονικά Ε. υπάρχει και μια ολόκληρη σειρά των λεγόμενων απόκρυφων. Χαρακτηρίζονται έτσι γιατί η προέλευσή τους (χρόνος και συγγραφέας) είναι άγνωστη και αποδίδονται ψευδώς σε σημαντικά πρόσωπα των πρώτων χρόνων του χριστιανισμού. Τα Ε. αυτά προέρχονται κυρίως από κύκλους γνωστικών. Από τα πιο σημαντικά αναφέρονται το καθ’ ΕβραίουςΕ. του Πέτρου, το Ε. του Θωμά, του Φιλίππου και το Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου. Βλ. λ. απόκρυφα. Η «Καινή Διαθήκη» περιέχει τα κείμενα των τεσσάρων «Ευαγγελίων», του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
και βαγγέλιο, το (ΑΜ εὐαγγέλιον)
1. κάθε ένα από τα τέσσερα βιβλία στα οποία εξιστορείται ο βίος και η διδασκαλία τού Χριστού («το κατά Ματθαίον, κατά Μάρκον, κατά Λουκάν, κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον»)
2. η περικοπή ενός από τα τέσσερα Ευαγγέλια, η οποία διαβάζεται στο βήμα τού ναού από τον ιερέα, κατά την Ιερά Ακολουθία μετά τον Απόστολο
3. φρ. α) «τα απόκρυφα Ευαγγέλια» — τα κείμενα που φέρονται ως βιβλία τής Καινής Διαθήκης και τα οποία γράφηκαν κατ' απομίμηση τών κανονικών Ευαγγελίων, έχουν ψευδείς επιγραφές επιφανών εκκλησιαστικών ονομάτων (όπως το καθ' Εβραίους Ευαγγέλιον, το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου, το Εβιωνιτικόν ή τών Δώδεκα αποστόλων κ.ά.) και σώζονται κυρίως σε αποσπάσματα
β) «χαράς ευαγγέλια» — ευχάριστη είδηση
νεοελλ.
1. κάθε κήρυγμα που υπόσχεται τη σωτηρία και την ευτυχία τού κόσμου («το ευαγγέλιο τής κοινωνικής ισότητας»)
2. φρ. α) «αλλουνού παπά βαγγέλιο» — έργο που ανήκει στην αρμοδιότητα κάποιου άλλου
β) «τα Δώδεκα Ευαγγέλια» — οι δώδεκα ευαγγελικές περικοπές που διαβάζονται κατά τον εσπερινό τής Μεγάλης Πέμπτης
αρχ.
1. καλή, ευχάριστη αγγελία, χαρμόσυνη είδηση
2. αμοιβή, δώρο για καλή αγγελία, σε αυτόν που έφερνε καλές ειδήσεις
3. στον πληθ. εὐαγγέλια
ευχαριστήρια θυσία για χαρμόσυνο άγγελμα («εὐαγγέλια θύειν», Ξεν.)
4. η χαρμόσυνη είδηση τής σωτηρίας τής ανθρωπότητας με την έλευση τού Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευαγγέλιον προήλθε από το ευάγγελος «άγγελος καλών ειδήσεων», απ' όπου παρήχθησαν και τα ευαγγελία, ευαγγελίζομαι, ευαγγελώ. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες χριστιανικές λέξεις, η λ. ευαγγέλιον είναι πολύ παλαιότερη ελληνική λέξη. Απαντά ήδη στον Όμηρο και σήμαινε αρχικώς «τα συχαρίκια», τα χρήματα που δίνονταν ως δώρο στον «ευάγγελο» για τις καλές ειδήσεις που έφερνε: Στο ξ τής Οδύσσειας ο Οδυσσεύς αναγγέλλει (ξ 152-153) «ὡς νεῖται Ὀδυσσεύς
εὐαγγέλιον δέ μοι ἔστω, / αὐτίκ' ἐπεί κεν κεῖνος ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ' ἵκηται» («πίσω ο Οδυσσέας θά 'ρθει
και δώσε μου τα συχαρίκια τότε / που θα τόν δεις φτασμένο σπίτι του να μπαίνει», μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή). Στην κλασική Ελληνική η λ. κατά πληθ. δήλωνε σταθερά «τα καλά μαντάτα», για τα οποία μάλιστα γίνονταν και ειδικές θυσίες. Με την εξειδικευμένη χριστιανική σημ. η λ. απαντά αργότερα
πρβλ. Επιστ. προς Γαλάτας, όπου γράφει ο απόστολος Παύλος: «Γνωρίζω δὲ ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τέλος, ο νεώτερος τ. βαγγέλιο προήλθε με σίγηση τού προτονικού φωνήεντος ε- (πρβλ. επάνω > πάνω, ευρίσκω > βρίσκω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ευαγγέλιο — το ιερό βιβλίο που εξιστορεί τη ζωή και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • ευαγγελικός — ή, ό (ΑΜ εὐαγγελικός, ή, όν) [ευαγγέλιο] 1. αυτός που ανήκει ή περιέχεται στο Ευαγγέλιο («ευαγγελικές ρήσεις») 2. ο σύμφωνος με τα διδάγματα τού Ευαγγελίου («ευαγγελική υπομονή») νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο Ευαγγελικός αυτός που ανήκει στον… …   Dictionary of Greek

  • άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • διατεσσάρων — Τίτλος ενός Ευαγγελίου που έχει μορφή ανθολογίας από τμήματα και στίχους των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων. Η σύνθεσή του αποδίδεται στον χριστιανό απολογητή Τατιανό στη Ρώμη ή πιθανότερα στη Συρία, γύρω στο 172. Ο συγγραφέας θέλησε να… …   Dictionary of Greek

  • ευαγγελιστής — ο, θηλ. ευαγγελίστρια (ΑΜ εὐαγγελιστής, θηλ. εὐαγγελίστρια) [ευαγγελίζομαι] κάθε ένας από τους συγγραφείς τών τεσσάρων ιερών Ευαγγελίων, τα οποία περιέχονται στον κανόνα τής Καινής Διαθήκης (δηλ. οι απόστολοι Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς και Ιωάννης) …   Dictionary of Greek

  • Θωμάς — I Ένας από τους δώδεκα Απόστολους. Ονομαζόταν και Δίδυμος. Καταγόταν πιθανότατα από τη Γαλιλαία, όπως και όλοι οι μαθητές του Ιησού. Στους αποστολικούς καταλόγους των Ευαγγελίων, ο Θ. αποτελεί ζεύγος με τον Ματθαίο, ενώ στις Πράξεις των Αποστόλων …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Ευαγγελιστής — (1ος αι. μ.Χ.).Γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιακώβου, είχε προσχωρήσει αρχικά στη θρησκευτική κίνηση του Ιωάννη του Βαπτιστή –αν και αυτό δεν είναι βέβαιο– και αργότερα ακολούθησε τον Ιησού. Οι πληροφορίες που αφορούν τη ζωή του προέρχονται… …   Dictionary of Greek

  • Ματθαίος — I (ο ευαγγελιστής, 1ος αι. μ.Χ.). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού. Παρότι δεν υπάρχουν ασφαλείς ιστορικές πληροφορίες για τη ζωή του, εικάζεται ότι καταγόταν από τη Γαλιλαία και προερχόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς και ότι ασκούσε το …   Dictionary of Greek

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”